- φουνταμενταλισμός
- ο, Ν βλ. φονταμενταλισμός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φονταμενταλισμός — και φουνταμενταλισμός, ο, Ν θρησκειολ. θεολογικό ρεύμα προτεσταντικής προέλευσης που αναπτύχθηκε στις ΗΠΑ κατά τη διάρκεια τού Α Παγκοσμίου Πολέμου και διακήρυσσε την απόλυτη και κατά γράμμα προσήλωση στα θεμελιώδη δόγματα τού χριστιανισμού, όπως … Dictionary of Greek